-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek
πετάμενος — η, ο, Ν ο πετούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
πιανούμενος — η, ο, Ν (διαλ. τ.) υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιάνω + κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. πετούμενος, χρειαζούμενος)] … Dictionary of Greek
φέιγ-βολάν — το, Ν άκλ. διαφημιστικό έντυπο που μοιράζεται στον δρόμο ή διασκορπίζεται από κινούμενο όχημα ή από ψηλό σημείο, λ.χ. από εξώστη ή παράθυρο πολυκατοικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feuille volante < feuille «φύλλο» + volante «αυτός που πετάει,… … Dictionary of Greek
χαιρούμενος — η, ο, Ν χαρούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. χαίρω, σχηματισμένη με κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ ούμενος, πετούμενος)] … Dictionary of Greek
πετάγομαι — πετάγομαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 22 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετιέμαι — πετιέμαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 65 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής